λαβρούμαι

λαβρούμαι
λαβροῡμαι, -όομαι (Α) [λάβρος]
ορμώ βίαια, ρέω ορμητικά («χεῡμα... λαβρωθὲν σκότῳ», Λυκόφρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λάβρος — α, ο (Α λάβρος, ον, θηλ. και α) ορμητικός, βίαιος, σφοδρός (α. «επιτέθηκε λάβρος» επιτέθηκε με ορμή β. «ὄμβρος τε λάβρος», Ηρόδ. γ. «οὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι αἰθέρος», Ομ. Οδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο λάβρος γένος τελεόστεων… …   Dictionary of Greek

  • λαβράζω — (AM) [λάβρος] λαβρεύομαι* αρχ. λαβρούμαι* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”